πλίκα

πλίκα
η, Ν
μουσ.
ένα από τα κυριότερα σημεία τής νευματικής σημειογραφίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plica < μέσ. λατ. plica < λατ. plico «διπλώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”